- φεσοποιός
- οο κατασκευαστής φεσιών, ο φεσάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φεσοποιός — ο, Ν αυτός που κατασκευάζει φέσια, φεσάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
φεσάς — ο, θηλ. φεσού, Ν 1. άτομο που φορά φέσι, φεσοφόρος 2. φεσοποιός 3. μτφ. αυτός που έχει ή συνηθίζει να έχει ανεξόφλητα χρέη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] … Dictionary of Greek
φεσοποιείο — το, Ν εργοστάσιο όπου κατασκευάζονται φέσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεσοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. φεσοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek